Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαπρέπω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαπρέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπρέπω < δια- + πρέπω (φαίνομαι καλά, ξεχωρίζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯aˈpɾe.po/ & /ðʝaˈpɾe.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαπρέπω

διαπρέπω, αόρ.: διέπρεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]