Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαπραγματεύτρια

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαπραγματεύτρια οι διαπραγματεύτριες
      γενική της διαπραγματεύτριας των διαπραγματευτριών
    αιτιατική τη διαπραγματεύτρια τις διαπραγματεύτριες
     κλητική διαπραγματεύτρια διαπραγματεύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαπραγματεύτρια < διαπραγματευ(τής) + -τρια

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðia.pɾaɣ.maˈtef.tɾi.a/ και /ðʝa.pɾaɣ.maˈtef.tɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαπραγματεύτρια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαπραγματεύτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε διαπραγματευτής