διαπόντιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπόντιος < αρχαία ελληνική διαπόντιος < διά + πόντιος < πόντος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pónteh₁s (μονοπάτι, δρόμος) < *pónth₁s < *pent-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.ˈpɔn.di.ɔs/ και /ðʝa.ˈpɔn.di.ɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
διαπόντιος, -α, -ο
- που βρίσκεται πέρα από τη θάλασσα
- που κινείται από κάποιο σημείο της θάλασσας σε άλλο, που κινείται διά της θαλάσσης από ένα σημείο σε άλλο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πόντος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπόντιος
Πηγές[επεξεργασία]
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.