διαρκής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διαρκής | η | διαρκής | το | διαρκές |
γενική | του | διαρκούς | της | διαρκούς | του | διαρκούς |
αιτιατική | τον | διαρκή | τη | διαρκή | το | διαρκές |
κλητική | διαρκή(ς) | διαρκής | διαρκές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διαρκείς | οι | διαρκείς | τα | διαρκή |
γενική | των | διαρκών | των | διαρκών | των | διαρκών |
αιτιατική | τους | διαρκείς | τις | διαρκείς | τα | διαρκή |
κλητική | διαρκείς | διαρκείς | διαρκή | |||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαρκής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρκής < διαρκέω / διαρκῶ < (διά) δι- + ἀρκέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.aɾˈcis/ και /ði̯aɾˈcis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐κής
Επίθετο[επεξεργασία]
διαρκής, -ής, -ές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη διαρκώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαρκής
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | διαρκής | τὸ | διαρκές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | διαρκοῦς | τοῦ | διαρκοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | διαρκεῖ | τῷ | διαρκεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | διαρκῆ | τὸ | διαρκές | ||
κλητική ὦ! | διαρκές | διαρκές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | διαρκεῖς | τὰ | διαρκῆ | ||
γενική | τῶν | διαρκῶν | τῶν | διαρκῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | διαρκέσῐ(ν) | τοῖς | διαρκέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | διαρκεῖς | τὰ | διαρκῆ | ||
κλητική ὦ! | διαρκεῖς | διαρκῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαρκεῖ | τὼ | διαρκεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαρκοῖν | τοῖν | διαρκοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διαρκής, -ής, -ές
- υπεραρκετός, επαρκής
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1.15.1. Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος @greek-language.gr
- ἐπιπλέοντες γὰρ τὰς νήσους κατεστρέφοντο, καὶ μάλιστα ὅσοι μὴ διαρκῆ εἶχον χώραν.
- Εκείνοι ιδίως που δεν είχαν αρκετό έδαφος για να ζήσουν, έκαναν επιδρομές στα νησιά και τα υπότασσαν στην εξουσία τους.
- ἐπιπλέοντες γὰρ τὰς νήσους κατεστρέφοντο, καὶ μάλιστα ὅσοι μὴ διαρκῆ εἶχον χώραν.
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1.15.1. Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος @greek-language.gr
- διαρκής, μόνιμος, αδιάκοπος, εξακολουθητικός
[επεξεργασία]
- διαρκέστατα (επίρρημα)
- διαρκέστατον (ουδέτερο)
- διαρκῶς (επίρρημα)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- διαρκής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαρκής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)