διαρκών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διαρκῶν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαρκών η διαρκούσα το διαρκούν
      γενική του διαρκούντος της διαρκούσας
διαρκούσης*
του διαρκούντος
    αιτιατική τον διαρκούντα τη διαρκούσα το διαρκούν
     κλητική διαρκών διαρκούσα διαρκούν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαρκούντες οι διαρκούσες τα διαρκούντα
      γενική των διαρκούντων των διαρκουσών των διαρκούντων
    αιτιατική τους διαρκούντες τις διαρκούσες τα διαρκούντα
     κλητική διαρκούντες διαρκούσες διαρκούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

διαρκών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρκῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του συνηρημένου ρήματος διαρκῶ, του διαρκέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.aɾˈkon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αρ‐κών

Μετοχή[επεξεργασία]

διαρκών, -ούσα, -ούν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

διαρκών: κλιτικός τύπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.aɾˈkon/, /ði̯aɾˈkon/ & /ðʝaɾˈkon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αρ‐κών

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

διαρκών

  1. γενική πληθυντικού του διαρκής, αρσενικό
  2. γενική πληθυντικού του διαρκές, ουδέτερο του διαρκής

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «διαρκώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)