διαρμίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαρμίζω < αρχαία ελληνική διαρμόζω (Ι. Χατζιδάκις)
- διαρμίζω < διαρρυθμίζω (Μ. Φιλήντας)
Ρήμα[επεξεργασία]
διαρμίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαρμίζω
|