διαρρυθμιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαρρυθμιστικός < διαρρυθμίζω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διαρρυθμιστικός
- που έχει σχέση με διαρρύθμιση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διαρρυθμίζω, ρυθμίζω και ρυθμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαρρυθμιστικός
|