διαρρύθμιση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαρρύθμιση | οι | διαρρυθμίσεις |
γενική | της | διαρρύθμισης* | των | διαρρυθμίσεων |
αιτιατική | τη | διαρρύθμιση | τις | διαρρυθμίσεις |
κλητική | διαρρύθμιση | διαρρυθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαρρυθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαρρύθμιση < διαρρυθμίζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαρρύθμιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαρρυθμίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαρρύθμιση