διασαλευτής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διασαλευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διασαλευτής αρσενικό
- αυτός που αναστατώνει, που τραντάζει, συνήθως την έννομη τάξη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διασαλευτής
|
|