διασαφήνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διασαφήνιση | οι | διασαφηνίσεις |
γενική | της | διασαφήνισης* | των | διασαφηνίσεων |
αιτιατική | τη | διασαφήνιση | τις | διασαφηνίσεις |
κλητική | διασαφήνιση | διασαφηνίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασαφηνίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασαφήνιση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική διασαφήνισις < διασαφηνίζω + -σις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.saˈif.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σα‐φή‐νι‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασαφήνιση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διασαφηνίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διασαφηνίζω, σαφηνίζω και σαφής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασαφήνιση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)