διασαφιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διασαφιστής οι διασαφιστές
      γενική του διασαφιστή των διασαφιστών
    αιτιατική τον διασαφιστή τους διασαφιστές
     κλητική διασαφιστή διασαφιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διασαφιστής < διασάφισ(η) + -τής < διασαφίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διασαφιστής αρσενικό (θηλυκό διασαφίστρια)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιούν και τις δύο μορφές:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]