διασκεδασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασκεδασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασκεδασμός < αρχαία ελληνική διασκεδάννυμι, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dispersion
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασκεδασμός αρσενικό
- (οπτική) το φαινόμενο της ανάλυσης της σύνθετης ακτινοβολίας του φωτός, καθώς αυτό περνά από κάποιο υλικό μέσο· εξαρτάται από την ταχύτητα του φωτός και τον δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος της φωτεινής ακτίνας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διασκεδάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασκεδασμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οπτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)