διασκεδαστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασκεδαστήριο < διασκεδάζω + -τήριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασκεδαστήριο ουδέτερο
- μέρος όπου κάποιος διασκεδάζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασκεδαστήριο
|