διασκεδαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
διασκεδαστικά < διασκεδαστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
διασκεδαστικά
- κατά τρόπο διασκεδαστικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διασκεδαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διασκεδαστικό