διασκελιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διασκελιά | οι | διασκελιές |
γενική | της | διασκελιάς | των | διασκελιών |
αιτιατική | τη | διασκελιά | τις | διασκελιές |
κλητική | διασκελιά | διασκελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασκελιά < διασκελίζω + -ιά (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασκελιά θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του δρασκελιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασκελιά
|