διασκεπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασκεπτικός < ελληνιστική κοινή διασκεπτικός < διασκέπτομαι < αρχαία ελληνική διά + σκέπτομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
διασκεπτικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διάσκεψη, διασκέπτομαι και σκέπτομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασκεπτικός
|