διασκευασμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.sce.vaˈzme.nos/ & /ðʝa.sce.vaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σκευ‐α‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]διασκευασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διασκευάζω
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διασκευασμένος
|