διασκευαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασκευαστικός < διασκευάζω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διασκευαστικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διασκευάζω και σκεύος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασκευαστικός
|