διασκοπήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διασκοπήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του διασκόπηση
- εναλλακτικά: διασκόπησης
διασκοπήσεως θηλυκό