Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
διασκορπισμένος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διασκορπισμέν
ος
η
διασκορπισμέν
η
το
διασκορπισμέν
ο
γενική
του
διασκορπισμέν
ου
της
διασκορπισμέν
ης
του
διασκορπισμέν
ου
αιτιατική
τον
διασκορπισμέν
ο
τη
διασκορπισμέν
η
το
διασκορπισμέν
ο
κλητική
διασκορπισμέν
ε
διασκορπισμέν
η
διασκορπισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διασκορπισμέν
οι
οι
διασκορπισμέν
ες
τα
διασκορπισμέν
α
γενική
των
διασκορπισμέν
ων
των
διασκορπισμέν
ων
των
διασκορπισμέν
ων
αιτιατική
τους
διασκορπισμέν
ους
τις
διασκορπισμέν
ες
τα
διασκορπισμέν
α
κλητική
διασκορπισμέν
οι
διασκορπισμέν
ες
διασκορπισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
διασκορπισμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διασκορπίζω
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
διασκορπισμένος
που έχει
διασκορπιστεί
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
αδιασκόρπιστος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
διασκορπισμένος
αγγλικά
:
dispersed
(en)
,
scattered
(en)
γαλλικά
:
dispersé
(fr)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
διασκορπισμένος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος