διασκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασκόπιο ουδέτερο
- (φυσική): ηλεκτρική εποπτική συσκευή κυκλικής ή ευθύγραμμης προβολής διαφανειών - σλάιτς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασκόπιο
|