διασπαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διασπαστής < διάσπαση + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disruptionist)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διασπαστής αρσενικό (θηλυκό: διασπάστρια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διασπαστής