διασπαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασπαστικός < διάσπαση + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική disruptif)
Επίθετο[επεξεργασία]
διασπαστικός
- που σχετίζεται με τη διάσπαση, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διασπαστικά
- → δείτε τις λέξεις διασπώ και σπάω