διασπορέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διασπορέας οι διασπορείς
      γενική του
του/της
διασπορέα
διασπορέως
των διασπορέων
    αιτιατική τον/τη διασπορέα τους/τις διασπορείς
     κλητική διασπορέα διασπορείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διασπορέας < διασπείρω + -έας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διασπορέας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]