Μετάβαση στο περιεχόμενο

διασπώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διασπώ < αρχαία ελληνική διασπάω / διασπῶ < διά + σπάω / σπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sp(h)ei- (τραβώ)

διασπώ (παθητική φωνή: διασπώμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]