διαστατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαστατός < ελληνιστική κοινή διαστατός < αρχαία ελληνική διίστημι
Επίθετο[επεξεργασία]
διαστατός, -ή, -ό
- (φυσική) που έχει διαστάσεις
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαστατός