διασταυρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διασταυρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διασταυρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

διασταυρώνομαι

  1. συναντιέμαι
    ※  Την άλλη μέρα διασταυρώθηκε με την κυρία στο διάδρομο. (Γεώργιος Αθανασιάδης - Νόβας Σαν ένας περήφανος άντρας [διήγημα])
  2. αλληλοεπηρεάζομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]