διασταυρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασταυρώνω < ελληνιστική κοινή διασταυρόω-διασταυρῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
διασταυρώνω
- ελέγχω στοιχείο, το επαληθεύω διαπιστώνοντας κατά πόσο αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, αντιπαραβάλλω κάτι με αντίστοιχο ή σχετικό στοιχείο για ελέγξω αν είναι βάσιμο
- Μη γράφεις ειδήσεις που δεν έχει διασταυρώσει γιατί τότε δεν είσαι δημοσιογράφος, αλλα κουτσομπόλης
- Διασταυρώνοντας τις φορολογικές δηλώσεις όλης της οικογένειας, διαπιστωσαν ότι τουλάχιστον δύο ήταν αναληθείς
- σχηματίζω το σημείο του Χ ή του πλάγιου σταυτού (π.χ. στην ξιφομαχία, όταν το ένα σπαθί χτυπάει το άλλο)
- ενώνω ένα είδος με άλλο (στα φυτά, σε ζώα)
- Διασταυρώνουν σκυλιά για να δημιουργούν καινούργιες ράτσες και το αποτέλεσμα είναι αντίθετο από τη φυσική διασταύρωση, γιατί η τελευταία παράγει ανθεκτικότερους οργανισμούς
- ενώνω, συνδυάζω πολτισμούς ή και φυλές ανθρώπων και παράγω ένα τρίτο μικτό είδος (παθητικό διασταυρώνομαι)
- Οι πρόγονοι του homo sapiens διασταυρώνονταν και με άλλα είδη, οπότε αποκτούσαν απογόνους...
- Πολλοί «έξυπνοι», ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ' άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ότι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμία αξία. Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη. (Άρης Βελουχιώτης, Ριζοσπάστης, 22/10/44)
- Ο κομμουνισμός κι ο φασισμός αποτελούν διασταύρωση ακρότητας και παραλογισμού. Ο Άρης Βελουχιώτης ως γνήσιος Nationalsozialist συνηγορούσε για την γενετική καθαρότητα. Από Μυκηναϊκά θραύσματα DNA όμως, γνωρίζουμε ότι ήδη υπήρχαν πολλές απλοομάδες στον πληθυσμό οι οποίες υφίστανται και σήμερα μαζί όμως πλέον με νέων μεταναστών, άρα ακόμη και οι Μυκηναίοι είχαν κυρίως Ανατολιακό, λιγότερο Παλαιοευρωπαϊκό κι ακόμη λιγότερο Κεντρασιατικό DNA. Πως εννοεί ο αγράμματος Άρης την καθαρότητα; Κανένας σεβασμός στους φονιάδες ναζί και στις αρλούμπες τους, όσο νεκρή κι αν είναι η σάρκα τους!
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- διασταυρώνω το ξίφος
=Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασταυρώνω | διασταύρωνα | θα διασταυρώνω | να διασταυρώνω | διασταυρώνοντας | |
β' ενικ. | διασταυρώνεις | διασταύρωνες | θα διασταυρώνεις | να διασταυρώνεις | διασταύρωνε | |
γ' ενικ. | διασταυρώνει | διασταύρωνε | θα διασταυρώνει | να διασταυρώνει | ||
α' πληθ. | διασταυρώνουμε | διασταυρώναμε | θα διασταυρώνουμε | να διασταυρώνουμε | ||
β' πληθ. | διασταυρώνετε | διασταυρώνατε | θα διασταυρώνετε | να διασταυρώνετε | διασταυρώνετε | |
γ' πληθ. | διασταυρώνουν(ε) | διασταύρωναν διασταυρώναν(ε) |
θα διασταυρώνουν(ε) | να διασταυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασταύρωσα | θα διασταυρώσω | να διασταυρώσω | διασταυρώσει | ||
β' ενικ. | διασταύρωσες | θα διασταυρώσεις | να διασταυρώσεις | διασταύρωσε | ||
γ' ενικ. | διασταύρωσε | θα διασταυρώσει | να διασταυρώσει | |||
α' πληθ. | διασταυρώσαμε | θα διασταυρώσουμε | να διασταυρώσουμε | |||
β' πληθ. | διασταυρώσατε | θα διασταυρώσετε | να διασταυρώσετε | διασταυρώστε | ||
γ' πληθ. | διασταύρωσαν διασταυρώσαν(ε) |
θα διασταυρώσουν(ε) | να διασταυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασταυρώσει | είχα διασταυρώσει | θα έχω διασταυρώσει | να έχω διασταυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασταυρώσει | είχες διασταυρώσει | θα έχεις διασταυρώσει | να έχεις διασταυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διασταυρώσει | είχε διασταυρώσει | θα έχει διασταυρώσει | να έχει διασταυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασταυρώσει | είχαμε διασταυρώσει | θα έχουμε διασταυρώσει | να έχουμε διασταυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασταυρώσει | είχατε διασταυρώσει | θα έχετε διασταυρώσει | να έχετε διασταυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διασταυρώσει | είχαν διασταυρώσει | θα έχουν διασταυρώσει | να έχουν διασταυρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασταυρώνομαι | διασταυρωνόμουν(α) | θα διασταυρώνομαι | να διασταυρώνομαι | ||
β' ενικ. | διασταυρώνεσαι | διασταυρωνόσουν(α) | θα διασταυρώνεσαι | να διασταυρώνεσαι | (διασταυρώνου) | |
γ' ενικ. | διασταυρώνεται | διασταυρωνόταν(ε) | θα διασταυρώνεται | να διασταυρώνεται | ||
α' πληθ. | διασταυρωνόμαστε | διασταυρωνόμαστε διασταυρωνόμασταν |
θα διασταυρωνόμαστε | να διασταυρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | διασταυρώνεστε | διασταυρωνόσαστε διασταυρωνόσασταν |
θα διασταυρώνεστε | να διασταυρώνεστε | (διασταυρώνεστε) | |
γ' πληθ. | διασταυρώνονται | διασταυρώνονταν διασταυρωνόντουσαν |
θα διασταυρώνονται | να διασταυρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασταυρώθηκα | θα διασταυρωθώ | να διασταυρωθώ | διασταυρωθεί | ||
β' ενικ. | διασταυρώθηκες | θα διασταυρωθείς | να διασταυρωθείς | διασταυρώσου | ||
γ' ενικ. | διασταυρώθηκε | θα διασταυρωθεί | να διασταυρωθεί | |||
α' πληθ. | διασταυρωθήκαμε | θα διασταυρωθούμε | να διασταυρωθούμε | |||
β' πληθ. | διασταυρωθήκατε | θα διασταυρωθείτε | να διασταυρωθείτε | διασταυρωθείτε | ||
γ' πληθ. | διασταυρώθηκαν διασταυρωθήκαν(ε) |
θα διασταυρωθούν(ε) | να διασταυρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διασταυρωθεί | είχα διασταυρωθεί | θα έχω διασταυρωθεί | να έχω διασταυρωθεί | διασταυρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις διασταυρωθεί | είχες διασταυρωθεί | θα έχεις διασταυρωθεί | να έχεις διασταυρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διασταυρωθεί | είχε διασταυρωθεί | θα έχει διασταυρωθεί | να έχει διασταυρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διασταυρωθεί | είχαμε διασταυρωθεί | θα έχουμε διασταυρωθεί | να έχουμε διασταυρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διασταυρωθεί | είχατε διασταυρωθεί | θα έχετε διασταυρωθεί | να έχετε διασταυρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διασταυρωθεί | είχαν διασταυρωθεί | θα έχουν διασταυρωθεί | να έχουν διασταυρωθεί |