διαστηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαστηματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
διαστηματικός, -ή, -όν
- που προχωρά ανά ίσα διαστήματα
- που εκφράζει μια απόσταση
- σχετικός με μια διάσταση