Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαστρεβλωμένος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαστρεβλωμένος η διαστρεβλωμένη το διαστρεβλωμένο
      γενική του διαστρεβλωμένου της διαστρεβλωμένης του διαστρεβλωμένου
    αιτιατική τον διαστρεβλωμένο τη διαστρεβλωμένη το διαστρεβλωμένο
     κλητική διαστρεβλωμένε διαστρεβλωμένη διαστρεβλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαστρεβλωμένοι οι διαστρεβλωμένες τα διαστρεβλωμένα
      γενική των διαστρεβλωμένων των διαστρεβλωμένων των διαστρεβλωμένων
    αιτιατική τους διαστρεβλωμένους τις διαστρεβλωμένες τα διαστρεβλωμένα
     κλητική διαστρεβλωμένοι διαστρεβλωμένες διαστρεβλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯a.stɾe.vloˈme.nos/ και /ðʝa.stɾe.vloˈme.nos/

Μετοχή

[επεξεργασία]

διαστρεβλωμένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαστρεβλώνω
      Η σκόπιμα διαστρεβλωμένη γλώσσα παρουσιάζει συχνά τύπους που δεν υπάρχουν στο ελληνικό λεξιλόγιο (όπως ο «σουβλισμός» του Διάκου) ή που φέρουν διαφορετικό νοηματικό φορτίο απ' αυτό που τους αποδίδει ο συγγραφέας (όπως η «πολιούχος νέα»). (Το εκκρεμές του Μποστ, στο περιοδικό Ο Πολίτης, Δεκέμβριος 2021, τεύχος 95, σελ. 15 ) (σημείωση Βικιλεξικού: όπως φαίνεται από τα άλλα παραθέματα, ο όρος υπάρχει μεν στο ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά είναι τόσο σπάνιος που να δικαιολογείται το κείμενο του παραθέματος)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]