διασυλλογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασυλλογικός < δια- + συλλογικός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interclub
Επίθετο[επεξεργασία]
διασυλλογικός
- που αφορά δύο ή περισσότερους συλλόγους ή γίνεται μεταξύ τους