διασύνδεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διασύνδεση | οι | διασυνδέσεις |
γενική | της | διασύνδεσης* | των | διασυνδέσεων |
αιτιατική | τη | διασύνδεση | τις | διασυνδέσεις |
κλητική | διασύνδεση | διασυνδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασυνδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.aˈsin.ðe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σύν‐δε‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασύνδεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διασυνδέω
- η σύνδεση μεταξύ πολλών διαφορετικών πραγμάτων, εννοιών, κλπ
- (πληροφορική) μερικές φορές (ανάλογα με το περιεχόμενο) αναφέρεται στην διεπαφή (interface)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- γραφική διασύνδεση χρήστη (GUI)
- διασύνδεση πολυμέσων υψηλής ευκρίνειας (HDMI)
- ελεγκτής διασύνδεσης δικτύου (NIC)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασύνδεση