διασύρω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διασύρω < αρχαία ελληνική διασύρω < διά + σύρω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.aˈsi.ro/ και /ðʝaˈsi.ro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σύ‐ρω ή δια‐σύ‐ρω
Ρήμα
[επεξεργασία]διασύρω (παθητική φωνή: διασύρομαι)
- εκθέτω δημόσια κάποιον με τρόπο που θίγει σοβαρά την αξιοπρέπειά του και μειώνει την κοινωνική του υπόληψη