διατίθεμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διατίθεμαι: μέση-παθητική φωνή του ρήματος διαθέτω < αρχαία ελληνική διατίθεμαι, παθητική φωνή του ρήματος διατίθημι < διά + τίθημι

Ρήμα[επεξεργασία]

διατίθεμαι

  1. με διαθέτουν προς χρήση, παραχωρούμαι, προσφέρομαι
    για την μετακίνηση των επισκεπτών διατέθηκε από το χορηγό ένα λεωφορείο
  2. πωλούμαι
    το προϊόν διατίθεται σε όλα τα φαρμακεία
  3. ξοδεύομαι
    για την ανέγερση του ναού διατέθηκαν δύο εκατομμύρια
  4. έχω τη διάθεση, την πρόθεση
    διατίθεμαι να σας κάνω αυτήν την προσφορά
  5. κρατώ μία στάση απέναντι σε κάποιον, ευνοϊκή ή εχθρική
    ο πρόεδρος διατίθεται ευνοϊκά προς την πρότασή μας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]