διατακτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατακτική < θηλυκό του επιθέτου διατακτικός < διατάσσω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- διαταχτική (προφορικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διατακτική θηλυκό
- ένα έγγραφο που δίνει το δικαίωμα στον κάτοχό του να το ανταλλάξει με αγαθά ή υπηρεσίες
- ※ Έπαιρνε απ' την υπηρεσία του διαταχτικές κι ύστερα αυτοί του τα κρατούσαν κάθε μήνα απευθείας. (Γιώργος Ιωάννου, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διατακτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διατακτικός