διαταρακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαταρακτικός < διαταράσσω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διαταρακτικός
- που έχει σχέση με διατάραξη, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διαταράσσω και ταράζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαταρακτικός
|