διατείνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατείνω < αρχαία ελληνική διατείνω < διά + τείνω
Ρήμα[επεξεργασία]
διατείνω (παθητική φωνή: διατείνομαι)
διατείνω (παθητική φωνή: διατείνομαι)