διατελέσας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατελέσας η διατελέσασα το διατελέσαν
      γενική του διατελέσαντος
διατελέσαντα1
της διατελέσασας
διατελεσάσης*
του διατελέσαντος
    αιτιατική τον διατελέσαντα τη διατελέσασα το διατελέσαν
     κλητική διατελέσας διατελέσασα διατελέσαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατελέσαντες οι διατελέσασες τα διατελέσαντα
      γενική των διατελεσάντων των διατελεσασών των διατελεσάντων
    αιτιατική τους διατελέσαντες τις διατελέσασες τα διατελέσαντα
     κλητική διατελέσαντες διατελέσασες διατελέσαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διατελέσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατελέσας

Μετοχή[επεξεργασία]

διατελέσας, -ασα, -αν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διατελέσᾱς διατελέσᾱσ τὸ διατελέσᾰν
      γενική τοῦ διατελέσᾰντος τῆς διατελεσᾱ́σης τοῦ διατελέσᾰντος
      δοτική τῷ διατελέσᾰντ τῇ διατελεσᾱ́σ τῷ διατελέσᾰντ
    αιτιατική τὸν διατελέσᾰντ τὴν διατελέσᾱσᾰν τὸ διατελέσᾰν
     κλητική ! διατελέσᾱς διατελέσᾱσ διατελέσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διατελέσᾰντες αἱ διατελέσᾱσαι τὰ διατελέσᾰντ
      γενική τῶν διατελεσᾰ́ντων τῶν διατελεσᾱσῶν τῶν διατελεσᾰ́ντων
      δοτική τοῖς διατελέσᾱσῐ(ν) ταῖς διατελεσᾱ́σαις τοῖς διατελέσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς διατελέσᾰντᾰς τὰς διατελεσᾱ́σᾱς τὰ διατελέσᾰντ
     κλητική ! διατελέσᾰντες διατελέσᾱσαι διατελέσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διατελέσᾰντε τὼ διατελεσᾱ́σ τὼ διατελέσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν διατελέσᾰ́ντοιν τοῖν διατελεσᾱ́σαιν τοῖν διατελεσᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

διατελέσας, -ασα, -αν