διατοιχίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διατοιχίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του διατοίχιση
- εναλλακτικά: διατοίχισης
διατοιχίσεως θηλυκό