διατρέξαντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα διατρέξαντα
      γενική των διατρέξαντων
διατρεξάντων
    αιτιατική τα διατρέξαντα
     κλητική διατρέξαντα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διατρέξαντα: πληθυντικός αριθμός του διατρέξαν, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής διατρέξας, λόγια μετοχή ενεργητικού αορίστου του αρχαίου ρήματος διατρέχω < διά + τρέχω [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διατρέξαντα ουδέτερο στον πληθυντικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]