διατρέξαντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | διατρέξαντα | ||
γενική | των | διατρέξαντων & διατρεξάντων | ||
αιτιατική | τα | διατρέξαντα | ||
κλητική | διατρέξαντα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατρέξαντα: πληθυντικός αριθμός του διατρέξαν, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής διατρέξας, λόγια μετοχή ενεργητικού αορίστου του αρχαίου ρήματος διατρέχω < διά + τρέχω [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διατρέξαντα ουδέτερο στον πληθυντικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διατρέξαντα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ διατρέξαντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας