διατροπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατροπικός < δια- + τροπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intermodal)
Επίθετο[επεξεργασία]
διατροπικός
- που αφορά πολλούς συνδυασμένους τρόπους (μεταφοράς) ή τους συνδυάζει
- διατροπικό δίκτυο μεταφορών
- διατροπικός άξονας
- διατροπικός κόμβος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διατροπικότητα
- → δείτε τις λέξεις διά, τρόπος και τρέπω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διατροπικός