διατροπικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατροπικότητα < διατροπικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intermodalism)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διατροπικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του διατροπικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διατροπικότητα