διατροφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διατροφή οι διατροφές
      γενική της διατροφής των διατροφών
    αιτιατική τη διατροφή τις διατροφές
     κλητική διατροφή διατροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διατροφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατροφή < διατρέφω < διά + τρέφω. Μορφολογικά, δια- + τροφή.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.tɾoˈfi/ & /ðʝa.tɾoˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐τρο‐φή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διατροφή θηλυκό

  1. η ενέργεια του να διατρέφεις κάποιο άνθρωπο ή ζώο
    ο ιπποκόμος ασχολείται και με την διατροφή των αλόγων
     συνώνυμα: σίτιση
  2. το σύνολο ή ο συνδυασμός των τροφών που λαμβάνει κάποιος σε σταθερή βάση
    μεσογειακή διατροφή
  3. (νομικός όρος) χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τον ένα σύζυγο στον άλλο για την κάλυψη μέρους των εξόδων του καθώς και των παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου ή διάστασης

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις διατρέφω, διά και τρέφω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διατροφή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διατροφή < διατρέφω < διά + τρέφω. Μορφολογικά, δια- + τροφή.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διατροφή θηλυκό

  • η διατροφή
    1. η σίτιση
      ※  Ιστορία Πολιτική Κωνσταντινουπόλεως, 57.3
      ἐφάνησαν […] κάτεργα Βενετίκων φέροντα διατροφάς καὶ ὅπλα
    2. τα απαραίτητα για τη διαβίωση
      ※  Ιστορία Πολιτική Κωνσταντινουπόλεως, 37.13
      ἐζήτησε […] τόπον εἰς διατροφὴν αὐτοῦ τε καὶ τῶν οἰκείων αὐτοῦ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διατροφή αἱ διατροφαί
      γενική τῆς διατροφῆς τῶν διατροφῶν
      δοτική τῇ διατροφ ταῖς διατροφαῖς
    αιτιατική τὴν διατροφήν τὰς διατροφᾱ́ς
     κλητική ! διατροφή διατροφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διατροφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διατροφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διατροφή < διατρέφω, θέμα τροφ- + όπως τροφή < δια- + τρέφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διατροφή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]