διατροφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διατροφή | οι | διατροφές |
γενική | της | διατροφής | των | διατροφών |
αιτιατική | τη | διατροφή | τις | διατροφές |
κλητική | διατροφή | διατροφές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατροφή < αρχαία ελληνική διατροφή < διατρέφω < διά + τρέφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διατροφή θηλυκό
- η ενέργεια του να διατρέφεις κάποιο άνθρωπο ή ζώο
- ο ιπποκόμος ασχολείται και με την διατροφή των αλόγων
- το σύνολο ή ο συνδυασμός των τροφών που λαμβάνει κάποιος σε σταθερή βάση
- μεσογειακή διατροφή
- χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τον ένα σύζυγο στον άλλο για την κάλυψη μέρους των εξόδων του καθώς και των παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου ή διάστασης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η ενέργεια του να διατρέφεις κάποιο άνθρωπο ή ζώο
το σύνολο ή ο συνδυασμός των τροφών που λαμβάνει κάποιος σε σταθερή βάση