διατροφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]διατροφικός -ή -ό
- που ανήκει ή αναφέρεται στη διατροφή
- διατροφικές συνήθειες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διατροφικός
|