διατροφολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατροφολογία < διατροφολόγος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διατροφολογία θηλυκό
- η βιολογική επιστήμη που μελετά την επίδραση των βιομορίων και των ανόργανων συστατικών των τροφίμων στο μεταβολισμό και τη θρέψη των οργανισμών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διατροφολογία
|