διατυπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διατυπώνω < αρχαία ελληνική διατυπόω / διατυπῶ < διά + τυπόω / τυπῶ < τύπος ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική ausdrücken)

διατυπώνω (παθητική φωνή: διατυπώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]