διατυπώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διατυπώνω < αρχαία ελληνική διατυπόω / διατυπῶ < διά + τυπόω / τυπῶ < τύπος ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική ausdrücken)
Ρήμα
[επεξεργασία]διατυπώνω (παθητική φωνή: διατυπώνομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αδιατύπωτος
- αναδιατυπώνω
- αναδιατύπωση
- διατύπωση
- → δείτε τη λέξη τυπώνω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διατυπώνω | διατύπωνα | θα διατυπώνω | να διατυπώνω | διατυπώνοντας | |
β' ενικ. | διατυπώνεις | διατύπωνες | θα διατυπώνεις | να διατυπώνεις | διατύπωνε | |
γ' ενικ. | διατυπώνει | διατύπωνε | θα διατυπώνει | να διατυπώνει | ||
α' πληθ. | διατυπώνουμε | διατυπώναμε | θα διατυπώνουμε | να διατυπώνουμε | ||
β' πληθ. | διατυπώνετε | διατυπώνατε | θα διατυπώνετε | να διατυπώνετε | διατυπώνετε | |
γ' πληθ. | διατυπώνουν(ε) | διατύπωναν διατυπώναν(ε) |
θα διατυπώνουν(ε) | να διατυπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διατύπωσα | θα διατυπώσω | να διατυπώσω | διατυπώσει | ||
β' ενικ. | διατύπωσες | θα διατυπώσεις | να διατυπώσεις | διατύπωσε | ||
γ' ενικ. | διατύπωσε | θα διατυπώσει | να διατυπώσει | |||
α' πληθ. | διατυπώσαμε | θα διατυπώσουμε | να διατυπώσουμε | |||
β' πληθ. | διατυπώσατε | θα διατυπώσετε | να διατυπώσετε | διατυπώστε | ||
γ' πληθ. | διατύπωσαν διατυπώσαν(ε) |
θα διατυπώσουν(ε) | να διατυπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διατυπώσει | είχα διατυπώσει | θα έχω διατυπώσει | να έχω διατυπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διατυπώσει | είχες διατυπώσει | θα έχεις διατυπώσει | να έχεις διατυπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διατυπώσει | είχε διατυπώσει | θα έχει διατυπώσει | να έχει διατυπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διατυπώσει | είχαμε διατυπώσει | θα έχουμε διατυπώσει | να έχουμε διατυπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διατυπώσει | είχατε διατυπώσει | θα έχετε διατυπώσει | να έχετε διατυπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διατυπώσει | είχαν διατυπώσει | θα έχουν διατυπώσει | να έχουν διατυπώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ρήματα σε -ώνω