διαφαινόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
διαφαινόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος διαφαίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαφαινόμενος
|
διαφαινόμενος
|