διαφημίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαφημίζω < ελληνιστική κοινή διαφημίζω < αρχαία ελληνική διά + φήμη
Ρήμα
[επεξεργασία]διαφημίζω
- ανακοινώνω ή γνωστοποιώ ένα προϊόν ή μια υπηρεσία σε ευρύ κοινό με τρόπο ελκυστικό, ώστε οι παραλήπτες του μηνύματός μου να ενδιαφέρονται για την κατανάλωση ή τη χρήση της/του.
- (μεταφορικά) Μιλάω συχνά για τα θετικά ενός πράγματος η προσώπου, τον προωθώ συνεχώς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διαφημιζόμενος
- διαφημιστής και διαφημίστρια
- διαφημιστικός
- διαφημιστικό
- διαφημισμένος
- διαφημίζομαι
- διαφήμιση
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαφημίζω | διαφήμιζα | θα διαφημίζω | να διαφημίζω | διαφημίζοντας | |
β' ενικ. | διαφημίζεις | διαφήμιζες | θα διαφημίζεις | να διαφημίζεις | διαφήμιζε | |
γ' ενικ. | διαφημίζει | διαφήμιζε | θα διαφημίζει | να διαφημίζει | ||
α' πληθ. | διαφημίζουμε | διαφημίζαμε | θα διαφημίζουμε | να διαφημίζουμε | ||
β' πληθ. | διαφημίζετε | διαφημίζατε | θα διαφημίζετε | να διαφημίζετε | διαφημίζετε | |
γ' πληθ. | διαφημίζουν(ε) | διαφήμιζαν διαφημίζαν(ε) |
θα διαφημίζουν(ε) | να διαφημίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαφήμισα | θα διαφημίσω | να διαφημίσω | διαφημίσει | ||
β' ενικ. | διαφήμισες | θα διαφημίσεις | να διαφημίσεις | διαφήμισε | ||
γ' ενικ. | διαφήμισε | θα διαφημίσει | να διαφημίσει | |||
α' πληθ. | διαφημίσαμε | θα διαφημίσουμε | να διαφημίσουμε | |||
β' πληθ. | διαφημίσατε | θα διαφημίσετε | να διαφημίσετε | διαφημίστε | ||
γ' πληθ. | διαφήμισαν διαφημίσαν(ε) |
θα διαφημίσουν(ε) | να διαφημίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαφημίσει | είχα διαφημίσει | θα έχω διαφημίσει | να έχω διαφημίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαφημίσει | είχες διαφημίσει | θα έχεις διαφημίσει | να έχεις διαφημίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαφημίσει | είχε διαφημίσει | θα έχει διαφημίσει | να έχει διαφημίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαφημίσει | είχαμε διαφημίσει | θα έχουμε διαφημίσει | να έχουμε διαφημίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαφημίσει | είχατε διαφημίσει | θα έχετε διαφημίσει | να έχετε διαφημίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαφημίσει | είχαν διαφημίσει | θα έχουν διαφημίσει | να έχουν διαφημίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]διαφημίζω
- γνωστοποιώ, βοηθώ ώστε να εξαπλωθεί κάτι με τον λόγο
- ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν πολλὰ καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, α45)
- ονομάζω
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)