διαφημιστικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαφημιστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διαφημιστικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.a.fi.mi.stiˈko/
- ΔΦΑ : /ði̯a.fi.mi.stiˈko/ (σε γρήγορο λόγο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐φη‐μι‐στι‐κό ή δια‐φη‐μι‐στι‐κό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαφημιστικό ουδέτερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]διαφημιστικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διαφημιστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διαφημιστικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διαφημιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)