διαφορετικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαφορετικότητα < διαφορετικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαφορετικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα του διαφορετικού, το να είναι κάποιος διαφορετικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διαφορετικός και φέρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαφορετικότητα
|